- αγοραπωλητής
- οαυτός που αγοράζει και πουλά κάτι συγχρόνως.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγορά + πωλητής.ΠΑΡ. αγοραπωλησία, αγοραπωλητικός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγορά — I Η λέξη προέρχεται από το ρήμα αγείρω (συναθροίζω) και αρχικά σήμαινε τη συνάθροιση, αργότερα τον τόπο όπου συναθροίζονταν οι πολίτες του αρχαίου ελληνικού άστεως για να πληροφορηθούν ή να συζητήσουν τα δημόσια πράγματα και τις ιδιωτικές τους… … Dictionary of Greek
αγοραπωλησία — Η πράξη της αγοράς και της πώλησης. Υπάρχουν πολλών ειδών α., αλλά οι πιο αντιπροσωπευτικές του όρου είναι εκείνες που γίνονται στα χρηματιστήρια. Οι κυριότερες είναι: η α. με προθεσμία, η α. επί δώρω, η α. τοις μετρητοίς και η α. σταθερά. Η… … Dictionary of Greek
αγοραπωλητικός — ή, ό [αγοραπωλητής] 1. αυτός που αναφέρεται στην αγοραπωλησία 2. αυτός που ασχολείται με αγοραπωλησίες … Dictionary of Greek